λαϊκότητα

λαϊκότητα
[-ης (-ητος)] η
1) народность, народный характер; 2) демократичность, простота; 3) популярность; известность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λαϊκότητα" в других словарях:

  • λαϊκότητα — η 1. το γνώρισμα τού λαϊκού, το να είναι κάτι λαϊκό 2. απλότητα στους τρόπους και στο ντύσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαϊκός. Η λ., στον λόγιο τ. λαϊκότης, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • λαϊκότητα — η το να ακολουθεί κανείς λαϊκά πρότυπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ουβάροφ, Σεργκέι Σεμιόνοβιτς — (Count Sergey Semyonovich Uvarov, 1786 – 1855). Ρώσος πολιτικός και συγγραφέας. Διετέλεσε αρχικά επιθεωρητής εκπαίδευσης στην περιφέρεια της Αγίας Πετρούπολης. Ήταν μέλος της λογοτεχνικής εταιρείας Αρζαμάς και, από το 1818 έως τον θάνατό του,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»